ιματιοφυλάκιο(ν)

ιματιοφυλάκιο(ν)
τό
1) раздевальня, раздевалка, гардеробная; 2) см. ιματιοθήκη 1

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ιματιοφυλάκιο(ν)" в других словарях:

  • ιματιοφυλάκιο — το (Α ἱματιοφυλάκιον και εἱματιοφυλάκιον) ιματιοθήκη νεοελλ. ιδιαίτερος χώρος δημόσιου κέντρου στον οποίο οι θαμώνες αφήνουν τα επανωφόρια ή τα καπέλα τους, γκαρνταρόμπα …   Dictionary of Greek

  • ιματιοφυλάκιο — το 1. ιματιοθήκη. 2. ιδιαίτερος χώρος για την απόθεση των ενδυμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιματιοθήκη — η (ΑΜ ἱματιοθήκη) ειδικός χώρος για τη φύλαξη τών ενδυμάτων, ιματιοφυλάκιο, βεστιάριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • φαινολοθήκη — ἡ, ΜΑ το μέρος όπου φυλάγονταν τα επανωφόρια, ιματιοφυλάκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαινόλης + θήκη] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»